Λέξη: παρουσιαστικό
Σχετικές λέξεις: παρουσιαστικό
παρουσιαστικό συνώνυμα
Συνώνυμα: παρουσιαστικό
παρουσία, εμφάνιση
Μεταφράσεις: παρουσιαστικό
παρουσιαστικό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
guise, appearance, looks, presence, appearances, physical appearance
παρουσιαστικό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
traje, apariencia, aparición, aspecto, la apariencia, el aspecto
παρουσιαστικό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewand, gestalt, erscheinung, Aussehen, Erscheinung, Auftritt, Erscheinen, Auftreten
παρουσιαστικό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déguisement, costume, configuration, tenue, habit, apparence, apparition, aspect, l'apparence, comparution
παρουσιαστικό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aspetto, apparenza, comparsa, apparizione, l'aspetto
παρουσιαστικό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aparência, aparecimento, aspecto, aparição, surgimento
παρουσιαστικό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verschijning, uiterlijk, schijn, uitstraling, verschijnen
παρουσιαστικό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
маска, наряд, внешность, предлог, облик, наружность, обычай, личина, появление, внешний вид, вид, Кратко Внешний вид
παρουσιαστικό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utseende, utseendet, inntrykk, opptreden
παρουσιαστικό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utseende, utseendet, rätt, framträdande, uppkomsten
παρουσιαστικό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
veruke, ulkomuoto, esiintyminen, ulkonäkö, ulkonäön, ulkonäköä
παρουσιαστικό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udseende, udseendet, forfærdeligt, forekomsten, fremtoning
παρουσιαστικό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úbor, chování, ústroj, oděv, přestrojení, šat, vzhled, vzhledu, podoba, výskyt
παρουσιαστικό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przebranie, strój, wygląd, pojawienie się, pojawienie, wyglądu, Postać
παρουσιαστικό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
látszat, álruha, megjelenés, megjelenése, megjelenését, megjelenést, Küllem
παρουσιαστικό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
görünüm, Görünüş, görünümü, görünümünü, bir görünüm
παρουσιαστικό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
личина, маска, вигляд, машкара, наряд, звичай, поява, появу, появі, виникнення
παρουσιαστικό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shfaqje, dukje, pamja, pamjen, paraqitja
παρουσιαστικό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
маска, вид, появяване, външност, външен вид, външния вид
παρουσιαστικό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
з'яўленне, зьяўленьне, зяўленне
παρουσιαστικό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maskeering, välimus, välimuse, välimust, välimusega, ilme
παρουσιαστικό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oblik, pojava, izgled, nastup, pojavljivanje, izgledom
παρουσιαστικό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gervi, útlit, framkoma, útliti, ásýnd
παρουσιαστικό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išvaizda, išvaizdą, atsiradimas, pasirodymas, išvaizdos
παρουσιαστικό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izskats, izskatu, parādīšanās, parādīšanos, ierašanās
παρουσιαστικό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изглед, појавата, појавување, изгледот, појава
παρουσιαστικό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aspect, aspectul, apariție, apariția, aspectului
παρουσιαστικό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
maska, videz, izgled, nastop, videza, pojav
παρουσιαστικό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
maska, vzhľad
Τυχαίες λέξεις