Процессуальный στα ελληνικά

Μετάφραση: процессуальный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαστικός, δικανικός, νόμιμος, διαδικαστικός, διαδικαστικές, διαδικαστικών, διαδικαστικά, διαδικαστική
Процессуальный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • выдох στα ελληνικά - τολύπη, απόπνοια, εκπνοής, εκπνοή, την εκπνοή, της εκπνοής
  • вышеупомянутый στα ελληνικά - προαναφερθείς, προαναφερθείσα, προαναφερθείσες, προαναφερθέντα, προαναφερθέν
  • грусть στα ελληνικά - ανησυχία, μοναξιά, θλίψη, κατήφεια, κατατρομάζω, λύπη, τρόμος, ...
  • датчанка στα ελληνικά - Δανός, Dane, ΔΑΝΕ, Δανό, της ΔΑΝΕ
Τυχαίες λέξεις
Процессуальный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαστικός, δικανικός, νόμιμος, διαδικαστικός, διαδικαστικές, διαδικαστικών, διαδικαστικά, διαδικαστική