Λέξη: καθεστώς

Σχετικές λέξεις: καθεστώς

καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος, καθεστώς κριμαίας, καθεστώς επικουρικής προστασίας, καθεστώς βισύ, καθεστώς της 4ης αυγούστου, καθεστώς συνώνυμα, καθεστώς φπα, καθεστώς 42, καθεστώς δικαιόχρησης, καθεστώς ετυμολογία

Συνώνυμα: καθεστώς

σύστημα, διοίκηση, δίαιτα

Μεταφράσεις: καθεστώς

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
regime, status, scheme, arrangements, system
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
régimen, gobierno, régimen de, el régimen
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
regime, regierung, regierungsform, behörden, autoritäten, Regime, Regimes, Regelung
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
organisme, gouvernement, régime, régime de, le régime
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
regime, dieta, regime di, il regime, regime dei
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
governo, regime, regime de, regime do
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gouvernement, regime, stelsel, overheid, regering, staatsvorm, regiem, regeling
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
строй, правительство, режим, режима, режимом, власть
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
regjering, regime, regimet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
regim, regimen, ordning, ordningen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
järjestelmä, hallitus, hallitusjärjestelmä, valtioneuvosto, hallinto, järjestelmän, hallinnon, järjestelmää
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
regering, regime, ordning, ordningen, regimet, styre
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
režim, zřízení, režimu, režimem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
reżim, ustrój, reżym, system, systemu, reżimu
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rezsim, rendszer, rendszert, rendszerváltás, rendszerének
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hükümet, rejim, rejimi, rejiminin, rejimin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
царевбивство, царевбивця, режим, режиму
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
regjim, regjimi, regjimi i, regjimit, regjim i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
режим, правителство, режим на, режима, режим за
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэжым
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valitsusvõim, kord, režiimi, korra, korda, režiim
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
režim, sustav, režima, uređenje, rezzim, rezim, vlast
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stjórn, fyrirkomulag, fyrirkomulagi, stjórnin, skipan
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
valdžia, režimas, vyriausybė, santvarka, tvarka, sistema, režimo, režimą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
režīms, valdība, režīmu, režīma, režīmam
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
режим, режимот, режимот на, режим на, постапка
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
guvern, regim, regimului, regimul, regim de, regimului de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
režim, vláda, ureditev, režima, sistem, ureditve
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vláda, systém, režim, režimu, schéma, schému

Στατιστικά δημοτικότητας: καθεστώς

Τυχαίες λέξεις