Λέξη: πρότυπο

Σχετικές λέξεις: πρότυπο

πρότυπο αθηνών, πρότυπο πειραματικό σχολείο πανεπιστημίου αθηνών, πρότυπο πειραματικό λύκειο αναβρύτων, πρότυπο πειραματικό δημοτικό σχολείο πανεπιστημίου αθηνών, πρότυπο υπεύθυνης δήλωσης, πρότυπο επιστολής, πρότυπο πειραματικό λύκειο ηρακλείου, πρότυπο βιογραφικό, πρότυπο vesa, πρότυπο βιογραφικό σημείωμα, βιογραφικό σημείωμα, βιογραφικο σημειωμα

Συνώνυμα: πρότυπο

κανόνας, κανονικό, τύπος, πατρόν, υπόδειγμα, αχνάρι, κανών, μέτρο, φλάμπουρο, σημαία, αρχέτυπο

Μεταφράσεις: πρότυπο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
norm, archetype, model, standard, pattern, template
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
norma, pauta, estándar, modelo, modelo de, el modelo, del modelo, modelos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
typ, regel, durchschnitt, mittel, urform, norm, Modell
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
moyenne, norme, archétype, modèle, modèle de, le modèle, modèles, maquette
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
norma, modello, modella, modello di, il modello, modelli
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
normas, norma, meio-dia, modelo, modelo de, do modelo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gemiddeld, standaardmaat, regel, norm, gemiddelde, model, model van, het model, type
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прототип, оригинал, стандарт, первообраз, норма, норматив, образец, модель, модели, моделью
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
norm, modell, modellen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
norm, modell, modellen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sääntö, keskiarvo, normi, vakio, standardi, malli, mallin, mallin mukaan, mallia, mallista
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
norm, model, modellen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
archetyp, norma, model, modelu, obrázky, modelem, vzor
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
normatyw, prototyp, archetyp, wzorzec, pierwowzór, norma, model, wzór, modelka, modelu, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
norma, archetípus, normatíva, modell, modellt, modell szerint, modellje, modellben
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
norm, ortalama, örnek, düzgü, model, modeli, modelinin, modelin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
норма, прототип, норматив, модель, улюблену модель
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
normë, model, modeli, model i, modeli i, modelin
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прототип, норма, модел, модела, образец, модел на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мадэль, выкананне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arhetüüp, algmall, algkuju, mudel, mudeli, mudeli järgi, mudelit, näidisele
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
standard, arhetip, pravilo, obrazac, norma, mjerilo, model, modela, modelu, modelom, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
líkan, fyrirmynd, líkanið, gerð, módel
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vidurkis, modelis, modelio, modelį, pavyzdys, Model
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
caurmērs, vidusmērs, modelis, modeļa, modeli, paraugs
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
модел, моделот, модел на, модели
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
normă, medie, model, modelul, model de, modelului, modelul de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
norma, model, modela, vzorec, modelu
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
norma, model, modelu

Στατιστικά δημοτικότητας: πρότυπο

Τυχαίες λέξεις