Прочесывать στα ελληνικά

Μετάφραση: прочесывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίβω, χτενίζω, χτένα, χτένας, χτένι, κηρήθρας, κτένας
Прочесывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бихевиоризм στα ελληνικά - συμπεριφορισμού, συμπεριφορισμό, Συμπεριφορισμός, ο συμπεριφορισμός, το συμπεριφορισμό
  • ботаник στα ελληνικά - βοτανολόγος, βοτανολόγο, βοτανολόγου, βοτανικός, ο βοτανολόγος
  • ворсянка στα ελληνικά - νεράγκαθο
  • восстановить στα ελληνικά - προβαίνω, αναρρώνω, αναστηλώνω, προχωρώ, αναζωογονώ, αποκαθιστώ, αναβιώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Прочесывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίβω, χτενίζω, χτένα, χτένας, χτένι, κηρήθρας, κτένας