Λέξη: ενσάρκωση

Σχετικές λέξεις: ενσάρκωση

ενσάρκωση συνώνυμα

Συνώνυμα: ενσάρκωση

ενσωμάτωση

Μεταφράσεις: ενσάρκωση

ενσάρκωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
personification, incarnation, embodiment, embodiment of, incarnation of, the embodiment

ενσάρκωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
personificación, encarnación, la encarnación, reencarnación, encarnación de

ενσάρκωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verkörperung, personifizierung, Inkarnation, Menschwerdung, Fleischwerdung, Verkörperung, Inkarnations

ενσάρκωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
personnification, incarnation, l'incarnation, incarne, incarnation de

ενσάρκωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incarnazione, dell'incarnazione, un'incarnazione, l'incarnazione, reincarnazione

ενσάρκωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
encarnação, incarnação, incarnation, a encarnação, encarnação de

ενσάρκωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
incarnatie, menswording, vleeswording, belichaming, de incarnatie

ενσάρκωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
персонификация, очеловечение, воплощение, олицетворение, воплощением, инкарнация, воплощения, инкарнацией

ενσάρκωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
inkarnasjon, inkarnasjonen, utgaven

ενσάρκωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inkarnation, inkarnationen, incarnation, inkarnations, incarnationen

ενσάρκωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
henkilöitymä, inkarnaatio, inkarnaation, inkarnaatiossa, ruumiillistuma, inkarnaatiota

ενσάρκωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
inkarnation, inkarnationen, inkarnations

ενσάρκωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
personifikace, inkarnace, vtělení, inkarnací, ztělesnění, inkarnaci

ενσάρκωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uosobienie, wcielenie, inkarnacja, inkarnacją, wcieleniem, inkarnacji

ενσάρκωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megtestesülés, megtestesülése, inkarnációja, inkarnáció, megtestesülésének

ενσάρκωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vücut bulma, enkarnasyon, enkarnasyonu, cisimleşme, canlı örnek

ενσάρκωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
втілення, здійснення

ενσάρκωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mishërim, mishërimi, mishërimi i, personifikim, mishërimin

ενσάρκωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
олицетворение, въплъщение, инкарнация, превъплъщение, въплъщението, прераждане

ενσάρκωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўвасабленне, увасабленне, ажыццяўленне, ўвасабленьне, увасабленьне

ενσάρκωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
personifitseerimine, isikustamine, lihakssaamine, kehastumine, lihastumine, inkarnatsiooniks, kehastus

ενσάρκωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oličenje, utjelovljenje, ovaploćenje, inkarnacija, utjelovljenja

ενσάρκωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
holdgun, holdtekju, útfærslu notaði ég, útfærslu notaði

ενσάρκωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įsikūnijimas, inkarnacija, įkūnijimas, įsikūnijimo, įsikūnijimu

ενσάρκωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iemiesojums, avatārs, inkarnācija, avatāru, iemiesošanās

ενσάρκωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инкарнација, воплотување, воплотувањето, отелотворување, олицетворение

ενσάρκωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
încarnare, incarnare, întruparea, întrupare, încarnarea

ενσάρκωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
inkarnacija, utelešenje, inkarnacijo, incarnation, Ovaploćenje

ενσάρκωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
inkarnácia, inkarnácie, vtelenie, vtelenia, reinkarnácia
Τυχαίες λέξεις