Λέξη: διορατικός

Σχετικές λέξεις: διορατικός

διορατικόσ αγγλικα, διορατικός γέροντας γαβριήλ, διορατικός συνώνυμα, διορατικός αντωνυμο, διορατικός γέροντας, διορατικός συνώνυμο, διορατικός σημασία, πασχαλίδης διορατικός

Συνώνυμα: διορατικός

οξυδερκής

Μεταφράσεις: διορατικός

διορατικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
far-sighted, perspicacious, clairvoyant, perceptive, visionary

διορατικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
perspicaz, perspicaces, perspicacia, sagaz, perspicacious

διορατικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klar, scharfsinnig, scharfsichtig, scharfsinnige, perspicacious

διορατικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sagace, subtil, clairvoyant, prévoyant, perspicace, perçant, pénétrant, astucieux, intelligent, mordant, strident, perspicaces, perspicacité

διορατικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
perspicace, perspicacia, perspicacious, perspicaci

διορατικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
perspicaz, perspicazes, perspicacious, perspicácia

διορατικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scherpzinnig, scherpzinnige, perspicacious, scherpzinniger, scherpzinnig man

διορατικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проникновенный, предусмотрительный, дальновидный, проницательный, прозорливый, дальнозоркий, прозорлив, прозорливо, проницателен

διορατικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
perspicacious, seende, klartseende, klarsynt, synt

διορατικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klarsynt, skarpsynt, klarsynta, genomskådare, och genomskådare

διορατικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarkkanäköinen, havaitsemiskykyinen, terävä, tarkkanäköisiksi

διορατικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klarsynet, skarpsindig, skarpsindige

διορατικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prozíravý, bystrý, důvtipný, bystrozraký, předvídavý, pronikavý

διορατικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bystry, ostrożny, przezorny, przenikliwy, perspicacious, przewidujący, mądry

διορατικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
éles, tisztánlátó

διορατικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zeki, kavrama yeteneği yüksek, kavrama yeteneği, yeteneği yüksek

διορατικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
передбачливий, проникливий, прозорливий, далекозорий, прониклива, чуйний

διορατικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i mprehtë, i hollë, mprehtë, mendjemprehtë, mendjehollë

διορατικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прозорлив, проницателно, остър, предвидлив, проницателен

διορατικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праніклівы, пранікліва, праніклівыя

διορατικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
läbinägelik, taiplik, ettenägev, tähelepanelik, Täpne arvatav, Terav

διορατικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pronicljiv, bistar, vispren, oštrouman, dalekovidniji

διορατικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skarpskyggn, glöggskyggn

διορατικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įžvalgus, Numatančios, Przenikliwy, Przezorny, Bystry

διορατικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
perspicacious

διορατικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
предвидлив

διορατικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înţelept, perspicace, pătrunzător, isteț

διορατικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Pronicljiv

διορατικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bystrý
Τυχαίες λέξεις