Прыскать στα ελληνικά
Μετάφραση: прыскать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πασπάλισμα, πασπαλίζω, ραντίζω, ψιχαλίζω, καταβρέχω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безвестный στα ελληνικά - άγνωστος, άγνωστο, άγνωστη, άγνωστες, άγνωστα
- безмятежный στα ελληνικά - ήσυχος, νηνεμία, απαθής, ήρεμος, απερίσκεπτος, ράθυμος, ατάραχος, ...
- блеяние στα ελληνικά - βελάζω, βέλασμα
- быть στα ελληνικά - ανήκω, βροχή, εμπλέκω, συμβαίνω, κείμαι, εορτάζω, χρωστώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Прыскать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πασπάλισμα, πασπαλίζω, ραντίζω, ψιχαλίζω, καταβρέχω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε
Μεταφράσεις: πασπάλισμα, πασπαλίζω, ραντίζω, ψιχαλίζω, καταβρέχω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε