Λέξη: υπάρχω

Σχετικές λέξεις: υπάρχω

υπάρχω συνώνυμο, υπάρχω λατσιά, υπάρχω ετυμολογια, υπάρχω _ στέλιος καζαντζίδης στιχοι, υπάρχω για σένα, υπάρχω στίχοι, υπάρχω _ στέλιος καζαντζίδης, υπάρχω καζαντζίδης, υπάρχω συνωνυμα

Συνώνυμα: υπάρχω

είναι, γίνομαι, υφίσταμαι, ζω, συντηρούμαι

Μεταφράσεις: υπάρχω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exist, subsist, I exist
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
existir, subsistir, hay un total, existe, existen, existiendo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestehen, existieren, vorliegen, vorhanden, existiert
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
subsistent, existez, nourrir, entretenir, subsister, subsistons, subsistez, existons, vivre, subvention, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esistere, sussistere, esiste, esistono, esistenza
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
haver, estar, exilar, existir, existem, existe, existam, existirem
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bestaan, bestaat, aanwezig, er, bestaande
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
просуществовать, пробавляться, прокормить, быть, жить, содержать, бытовать, существовать, прокормиться, находиться, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eksistere, eksisterer, finnes, består, norsk
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
leva, existera, existerar, finns, finnas, före
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
olla olemassa, ilmetä, olla, selviytyä, selvitä, elää, ole, olemassa, on olemassa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eksistere, findes, eksisterer, der findes, foreligger
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
živit, být, žít, existovat, trvat, vydržovat, vyživovat, neexistují, existují, existuje, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bytować, wyżywić, zaistnieć, żyć, istnieć, żywić, egzystować, istnieje, istnieją, polskim, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
létezik, léteznek, erről, vannak, létező
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
var, mevcut, mevcuttur, biri, vardır
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
знаходитися, бути, жити, мешкати, існувати, містити, годуватися, існуватиме, існуватимуть
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ekzistoj, ekzistojnë, ekziston, ekzistojë, të ekzistojnë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съществувам, съществува, съществуват, да съществува, да съществуват
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
існаваць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eksisteerima, olemas, on olemas, eksisteeri, eksisteerivad
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
postojati, postoje, živjeti, postoji, opstati
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
til, eru, hendi, fyrir hendi, vera
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
exsisto
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
egzistuoti, būti, egzistuoja, yra, nėra
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
eksistēt, būt, pastāvēt, pastāv, nepastāv, eksistē
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
постојат, постои, да постои, да постојат
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
exista, există, existe, existența, existat
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obstaja, obstajajo, obstajati, voljo, na voljo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
existovať, byť, existuje

Στατιστικά δημοτικότητας: υπάρχω

Τυχαίες λέξεις