Пудлинговать στα ελληνικά
Μετάφραση: пудлинговать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λούτσα, λιμνούλα, λακκούβα με νερό, λακκούβα, λακκούβας, της λακκούβας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесцельность στα ελληνικά - άσκοπο, έλλειψη στόχου, στην έλλειψη στόχου
- бренди στα ελληνικά - κονιάκ, μπράντι, μπράντυ, brandy, το κονιάκ
- газетчик στα ελληνικά - δημοσιογράφος, εφημεριδοπώλης, μικρός εφημεριδοπώλης
- глупыш στα ελληνικά - χαζός, Fulmar, ΡιιΙγπ
Τυχαίες λέξεις
Пудлинговать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λούτσα, λιμνούλα, λακκούβα με νερό, λακκούβα, λακκούβας, της λακκούβας
Μεταφράσεις: λούτσα, λιμνούλα, λακκούβα με νερό, λακκούβα, λακκούβας, της λακκούβας