Λέξη: ραμί
Σχετικές λέξεις: ραμί
ραμί κανόνες, αντίλ ραμί, ραμί συριανός, ραμί μακλούφ, ραμί ύφασμα, τζιν ραμί, ραμί online
Συνώνυμα: ραμί
ινδικό φυτό, μεθύστακας
Μεταφράσεις: ραμί
ραμί στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rummy, ramie, of ramie
ραμί στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ramina, ramio, de ramio, ramie, el ramio
ραμί στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Ramie, Ramiefaser, Ramiefasern
ραμί στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étrange, singulier, bizarre, curieux, drôle, ramie, la ramie, de ramie, de la ramie, en ramie
ραμί στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
strambo, strano, ramiè, di ramiè, ramia, ramie, il ramiè
ραμί στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rami, de rami, ramie
ραμί στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ramee, van ramee, ramie, aramide
ραμί στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
странный, рами, из рами, волокна рами, китайской крапивы
ραμί στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rami, ramie, ren rami, Pure rami
ραμί στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rami, ramie, av rami
ραμί στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
juoppo, omituinen, ramikuitu, ramie, rami-, ramia, rami
ραμί στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ramie
ραμί στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podivínský, podivný, ramie, ramiová, ramiové
ραμί στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dziwny, rami, ramia, ramii, z ramii, z rami
ραμί στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ramie, hócsalán, rami, ramiból, ramit
ραμί στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rami, ramie
ραμί στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рами, розчинами, рамі, раме
ραμί στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rami, ramie, hithër kinez
ραμί στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рамия, рами, от рами, рама, конопена
ραμί στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рамі
ραμί στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rummi, veider, napsivend, ramjee, ramjeekiust, ramjeekiud
ραμί στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neobičan, nastran, čudan, rami
ραμί στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ramí
ραμί στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ramės, dilgėlių, bemerijos, pluoštinė bemerija
ραμί στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rāmija, rāmijas, rāmiju, rami
ραμί στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рамија
ραμί στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
caraghios, ramiă, ramie, ramia, din ramie, de ramie
ραμί στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ramije, ramija, rami, ramie, ali ramija
ραμί στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rumový, žolíky, ramie, rámie, rastliny Boehmeria nivea Gaudich