Пунцовый στα ελληνικά

Μετάφραση: пунцовый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άλικος, κατακόκκινος, βυσσινί, Crimson, κατακόκκινο, Πορφυρού, πορφυρά
Пунцовый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • болван στα ελληνικά - εξαντλώ, κούτσουρο, τούβλο, στουρνάρι, ζουμί, χυμός, στηρίγματα, ...
  • восковник στα ελληνικά - ανεμοθύελλα, voskovnik
  • гикори στα ελληνικά - αγριοκαρυδιά, Hickory, άσπρη καρυδιά, άσπρων καρυδιών, άσπρης καρυδιάς
  • глиссе στα ελληνικά - γλιστρώ
Τυχαίες λέξεις
Пунцовый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άλικος, κατακόκκινος, βυσσινί, Crimson, κατακόκκινο, Πορφυρού, πορφυρά