Λέξη: προκατάληψη

Σχετικές λέξεις: προκατάληψη

προκατάληψη συνώνυμα, προκατάληψη ορισμός, προκατάληψη και στερεότυπα, προκατάληψη ετυμολογία, προκατάληψη έννοια, προκατάληψη λεξικό, προκατάληψη επιβεβαίωσης, προκατάληψη πρόταση, προκατάληψη english, προκατάληψη και ρατσισμός, περηφάνια και προκατάληψη

Συνώνυμα: προκατάληψη

κλίση, προτίμηση, δυναμικό πολώσεως, ικτερός, χτύση, φθόνος, ζημιά, ζημιογόνος πράξη, πρόληψη, προδίκαση, πρόωρη κρίση

Μεταφράσεις: προκατάληψη

προκατάληψη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bias, preconception, prejudice, prejudices

προκατάληψη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prevención, prejuicio, parcialidad, través, sesgo, tendencia, sesgo de

προκατάληψη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorspannung, vorliebe, voreingenommenheit, neigung, schaden, bias, ausrichtung, vorurteil, Ausrichtung, Vorurteil, Verzerrung, Tendenz, Befangenheit

προκατάληψη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inclinaison, tendance, propension, préjudice, prévention, prévenir, détriment, partialité, inclination, préjugé, pente, écart, désavantage, variation, affection, biais, polarisation, parti pris

προκατάληψη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
preconcetto, pregiudizio, parzialità, polarizzazione, pregiudizi, di polarizzazione

προκατάληψη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
preconceito, prejuízo, inclinar, viés, viés de, tendência, bias

προκατάληψη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vooringenomenheid, vooroordeel, vertekening, voorspanning, voorkeur

προκατάληψη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предрасположенность, предубеждение, тенденциозность, склон, ущерб, покатость, склонность, уклон, ограничение, предрассудок, обида, наклон, тенденция, смещение, подверженность, смещения, предвзятость

προκατάληψη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fordom, skjevhet, forspenning, partiskhet, skjevheter

προκατάληψη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fördom, förspänning, partiskhet, förspänna, förspänningen, fördomar

προκατάληψη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vinouttaa, ennakkoluulo, puolueellisuus, vino, vinoutunut, vaikuttaa, luulo, bias, harhaa, puolueellisuudesta

προκατάληψη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fordom, partiskhed, skævhed, forspænding, fordomme, skævheder

προκατάληψη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
předsudek, záliba, naklonění, ovlivnit, spád, sklon, vychýlení, odchylka, újma, zaujatost, tendence, bias

προκατάληψη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ujma, odchylenie, ukos, opinia, przychylność, stronniczość, polaryzacja, uszczerbek, przesąd, kierunek, spadzistość, pochylenie, skłonność, uprzedzenie, szkoda, stronniczości, nastawienie

προκατάληψη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elfogultság, rézsútosság, egyoldalúság, előítélet, torzítás, torzítást, elfogultságot

προκατάληψη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
önyargı, yanlılık, eğilim, sapma, çapraz

προκατάληψη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
упередження, схильність, передісторія, упереджений, зсув, зміщення, усунення, переміщення

προκατάληψη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
paragjykim, paragjykimet, anshmëri, njëanshmëri, anim

προκατάληψη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предубеждение, косо, предразсъдък, отклонение, склонност, пристрастия, пристрастие, пристрастност

προκατάληψη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зрушэнне

προκατάληψη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lävi, vildak, eelarvamus, erapoolikus, diagonaal, eelarvamusi, erapoolikuse

προκατάληψη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otklanjati, utjecati, nagib, narušiti, postaviti, predviđanje, pomak, prednapon, sklonost, pristranost, pristranosti, odstupanje

προκατάληψη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlutdrægni, Meðalskekkja, hneigð, hneigðin, skekkjur

προκατάληψη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šališkumas, prietaras, šališkumo, paklaida, poslinkis, įstrižinės

προκατάληψη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tieksme, aizspriedums, nosliece, slīpo, aizspriedumiem, novirzes, slīpās

προκατάληψη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пристрасност, предрасуди, пристрасноста, наклонетост

προκατάληψη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prejudecată, părtinire, de polarizare, prejudecata, partinire

προκατάληψη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pristranskost, bias, pristranskosti, poševnim, prednapetosti

προκατάληψη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
predsudok, zaujatosť, záľuba, předsudek, predsudky, rozpaky

Στατιστικά δημοτικότητας: προκατάληψη

Τυχαίες λέξεις