Пухлый στα ελληνικά
Μετάφραση: пухлый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφαντός, παχουλός, παχουλό, παχουλά, παχουλές, παχουλή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безжалостность στα ελληνικά - απανθρωπιά, σκληρότητα, σκληρότητας, τη σκληρότητα, βαναυσότητα, αγριότητα
- гильдия στα ελληνικά - ένωση, συντεχνία, σωματείο, τάγματος, του τάγματος, τάγμα, το τάγμα
- донашивать στα ελληνικά - δίνω, παραδίνω, συνεχίσει να φοράει, συνεχίζουν να φορούν τιςγραφικές
- животное στα ελληνικά - ζώο, πλάσμα, κυνηγώ, κτήνος, ζώων, των ζώων, ζωικής, ...
Τυχαίες λέξεις
Пухлый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφαντός, παχουλός, παχουλό, παχουλά, παχουλές, παχουλή
Μεταφράσεις: τροφαντός, παχουλός, παχουλό, παχουλά, παχουλές, παχουλή