Λέξη: δόξα
Σχετικές λέξεις: δόξα
δόξα τω θεώ, δόξα νέας μανωλάδας, δόξα βύρωνα, δόξα σοι ο θεός, δόξα κρανούλας, δόξα λευκάδας, δόξα πατρί, δόξα πατρί και υιώ και αγίω πνεύματι, δόξα πενταλόφου, δόξα δράμας
Συνώνυμα: δόξα
κόλπος, υδατοφράκτης, γαύγισμα, δάφνη, μεγαλείο, κλέος, φήμη
Μεταφράσεις: δόξα
δόξα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
glory, kudos, fame, glory of, the glory
δόξα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
esplendor, fama, gloria, la gloria
δόξα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
herrlichkeit, pracht, heiligenschein, ruhm, glorie, Ruhm, Herrlichkeit, Ehre, Glanz, Pracht
δόξα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
orgueil, somptuosité, réputation, pompe, gloire, magnificence, splendeur, apparat, célébrité, auréole, la gloire, de gloire, éclat
δόξα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vanto, gloria, la gloria, splendore, glory
δόξα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
glorificar, glória, a glória, glory, gloria
δόξα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lof, glorie, beroemdheid, roem, heerlijkheid, eer, de heerlijkheid
δόξα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ореол, нимб, глория, слава, сияние, триумф, красота, великолепие, славу, славы, славой, славе
δόξα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
heder, glans, herlighet, ære, prakt, æren, herligheten
δόξα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ära, härlighet, glans, härligheten, härlig
δόξα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kunnia, maine, loisto, ylistys, kunniaa, kirkkauden, kunnian, kirkkautensa
δόξα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hæder, glorie, ære, herlighed, Glory, pragt
δόξα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svatozář, lesk, nádhera, sláva, pýcha, slávu, slávy, slávou, slávě
δόξα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gloria, sława, majestat, świetność, chwała, cześć, wspaniałość, chluba, chlubić, halo, chwały, chwałę, chwałą
δόξα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tündöklés, dicsőség, dicsőségét, dicsősége, dicsőséget, dicsőségére
δόξα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şan, şöhret, şeref, glory, şeref üstüne, görkemi
δόξα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
слава, дякувати
δόξα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lavdi, lavdia, lavdinë, lavdia e, lavdinë e
δόξα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
слава, славата, блясък, великолепие
δόξα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слава, дзякуй, дзякаваць, хвала
δόξα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hiilgus, kuulsus, aupaiste, au, hiilguse, hiilguses, kirkus
δόξα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sjaj, dika, slava, slavu, slave, slava u
δόξα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dýrð, vegsemd, dýrðin, heiður, dýrðar
δόξα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
laus, gloria
δόξα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
garbė, šlovė, šlovės, šlovę, Ačiū
δόξα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slava, gods, godība, krāšņumā, godību
δόξα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
славата, слава, сјај
δόξα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
glorie, slavă, slava, gloria, slavei
δόξα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sláva, slava, slavo, glory, veličastvo, slave
δόξα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sláva
Στατιστικά δημοτικότητας: δόξα
Τυχαίες λέξεις