Пущий στα ελληνικά
Μετάφραση: пущий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλέον, πια, puschy
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взвешенный στα ελληνικά - σταθμισμένο, σταθμισμένη, σταθμισμένος, σταθμισμένων, σταθμισμένης
- воспламенить στα ελληνικά - φωτίζω, ξανθός, ανάβω, φωτερός, αναφλέγονται, αναφλεγεί, αναφλεγούν, ...
- глаженье στα ελληνικά - σιδέρωμα, σιδερώστρες, σιδερώματος, σιδερώματος με, σιδερώστρα
- дезинтеграция στα ελληνικά - αναστάτωση, αποσύνθεση, διάλυση, διάσπαση, αποσύνθεσης, διάσπασης
Τυχαίες λέξεις
Пущий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλέον, πια, puschy
Μεταφράσεις: πλέον, πια, puschy