Λέξη: εφευρέτης
Σχετικές λέξεις: εφευρέτης
εφευρέτης αυτοκινήτου, εφευρέτης τηλεφώνου, εφευρέτης κινητου τηλεφωνου, εφευρέτης φωτογραφικής μηχανής, εφευρέτης του αεροπλάνου, εφευρέτης ραδιοφώνου, εφευρέτης που κατασκεύασε τον 19ο αιώνα τον ηλεκτρικό λαμπτήρα, εφευρέτης τηλεόρασης, εφευρέτης ηλεκτρονικού υπολογιστή, εφευρέτης του ηλεκτρισμού
Συνώνυμα: εφευρέτης
εφευρετής, επινοητής
Μεταφράσεις: εφευρέτης
εφευρέτης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inventor, initiator, invent, inventor of, the inventor, an inventor
εφευρέτης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inventor, iniciador, el inventor, inventor de, inventores, inventora
εφευρέτης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
urheberin, urheber, initiator, initiatorin, erfinder, Erfinder, Erfinders, Erfindernennung
εφευρέτης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
forgeur, protagoniste, inventeur, initiateur, promoteur, l'inventeur
εφευρέτης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inventore, dell'inventore, ideatore, l'inventore, inventato
εφευρέτης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inventor, inventora, o inventor, criador
εφευρέτης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitvinder, de uitvinder, bedenker, uitvinder van
εφευρέτης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
основоположник, начинатель, инициатор, зачинатель, изобретатель, рационализатор, выдумщик, учетчик, застрельщик, фантазер, учетчица, виновник, изобретателем, изобретателя, изобретателю
εφευρέτης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppfinner, oppfinneren
εφευρέτης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppfinnare, uppfinnaren, uppfinna
εφευρέτης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keksijä, alkaja, keksijän, keksijälle, keksijänä
εφευρέτης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opfinder, opfinderen, opfinderens
εφευρέτης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
průkopník, iniciátor, vynálezce, Inventor, vynálezcem, aplikace Inventor
εφευρέτης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
inicjator, wynalazca, wynalazcą, twórcą, wynalazcy, twórca
εφευρέτης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
feltaláló, Inventor, feltalálója, az Inventor, feltalálót
εφευρέτης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mucit, mucidi, buluş sahibi, bir mucit, inventor
εφευρέτης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ініціатива, ініціативний, винахідливо, винахідник
εφευρέτης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpikës, shpikësi, shpikësi i, sajues, zbulues
εφευρέτης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изобретател, откривател, изобретателя, създател
εφευρέτης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вынаходнік, вынаходца
εφευρέτης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
algataja, leiutaja, leiutajale, leiutise autor, leiutajat
εφευρέτης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izumitelj, izumitelja, pronalazač, izumitelju, izumitelji
εφευρέτης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
uppfinningamaður, uppfinningamaðurinn
εφευρέτης στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
inventor
εφευρέτης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išradėjas, išradėjui, išradėjo, išradėju
εφευρέτης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izgudrotājs, izgudrotāju, izgudrotāja, izgudrotājam
εφευρέτης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пронаоѓач, изумителот, изумител, иноватор, пронаоѓачот
εφευρέτης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inventator, inventatorul, inventatorului, inventor
εφευρέτης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izumitelj, izumitelja, inventor, izumitelju
εφευρέτης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
iniciátor, vynálezca, vynálezcu, vynálezcov, vynálezcom