Работающий στα ελληνικά
Μετάφραση: работающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπληρωματικός, λειτουργικός, ζωντανός, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Μεταφράσεις
- бесславный στα ελληνικά - διαβόητος, επαίσχυντος, επονείδιστος, άτιμος, άδοξος, άδοξο, άδοξη, ...
- ввязываться στα ελληνικά - ανακατεύομαι, αναμιχθεί, ανακατευτεί, αναμειχθεί, αναμιχθούν
- выключатель στα ελληνικά - αλλάζω, διακόπτης, αλλαγή, διακόπτη, διακ πτη, του διακόπτη, μετάβαση
- горжа στα ελληνικά - λαγκάδι, φαράγγι, φαράγγι του, φαράγγι της, χαράδρα, Φαραγγιού
Τυχαίες λέξεις
Работающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπληρωματικός, λειτουργικός, ζωντανός, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Μεταφράσεις: αναπληρωματικός, λειτουργικός, ζωντανός, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται