Λέξη: περιπατητής
Σχετικές λέξεις: περιπατητής
περιπατητής σκύλων
Συνώνυμα: περιπατητής
στράτα, πεζοπόρος, καροτσάκι βρέφους
Μεταφράσεις: περιπατητής
περιπατητής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
walker, stroller, promenader, hiker
περιπατητής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
peatón, andador, caminante, walker, caminador, andadera
περιπατητής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fußgänger, spaziergänger, Wanderer, Spaziergänger, walker, Gehhilfe
περιπατητής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
marcheur, promeneur, piéton, Walker, marchette, déambulateur
περιπατητής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
camminatore, Walker, girello, deambulatore, escursionista
περιπατητής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
andador, Walker, caminhante, passeador, caminhante do
περιπατητής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wandelaar, looprek, leurder, walker, rollator
περιπατητής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ходок, ходунок, уэльсец, турист, скороход, ходунки, Уокер, Walker, Уолкер
περιπατητής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
walker, rullator, turgåer, gåstol
περιπατητής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gåstol, Walker, rullator, fotgängare, rollator
περιπατητής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jalankulkija, kävelijä, kävelytuki, kävelykenkä, Walker, kävelytuoli, Walkerin, kulkija
περιπατητής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fodgænger, gåstol, Walker, rollator, rollatoren, gangstativ
περιπατητής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chodec, chodítko, Walker, Walkerová, Walkera
περιπατητής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spacerowicz, piechur, wycieczkowicz, chodzik, walker, Walkera, piechurem
περιπατητής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
járóka, Walker, gyalogló, lépegető
περιπατητής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yürüteç, walker, yaya, yürüyen kimse
περιπατητής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ходиться, ходунки
περιπατητής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
maratonist, këmbësor, Walker, bush, ecës
περιπατητής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проходилка, Уокър, Walker, Уолкър, проходилката
περιπατητής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хадункі
περιπατητής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jalutaja, käija, Walker, jalutajad
περιπατητής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šetač, hodalica, Walker, Walker je, pješak
περιπατητής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Walker
περιπατητής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pėsčiasis, vaikštynė, walker, Walkeris, vaikštynės, Vaikštikas
περιπατητής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gājējs, walker, staigulītis, staigāšanas, staigulis
περιπατητής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Вокер, патнику, Волкер, Walker
περιπατητής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pieton, Walker, Walker a, premergătoare, premergator
περιπατητής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
walker, hojca, sprehajalec, pohodnik, walker je
περιπατητής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chodec, chodítko, choditko
Τυχαίες λέξεις