Равносильный στα ελληνικά
Μετάφραση: равносильный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ίσος, αντίστοιχος, ίσιος, ισότιμος, ισοδύναμος, ισοδύναμο, ισοδύναμη, ισοδύναμου, ισοδύναμες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безусловность στα ελληνικά - απόλυτο, απολυτότητα, απολυτότητας, το απόλυτο, absoluteness
- вдвоем στα ελληνικά - μαζί, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
- выравнивание στα ελληνικά - τεκμηρίωση, βαθμολόγηση, αιτιολογία, εξίσωση, φόδρα, δικαιολογία, ευθυγραμμία, ...
- гаррота στα ελληνικά - στραγγαλίζω, στραγγαλισμός
Τυχαίες λέξεις
Равносильный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ίσος, αντίστοιχος, ίσιος, ισότιμος, ισοδύναμος, ισοδύναμο, ισοδύναμη, ισοδύναμου, ισοδύναμες
Μεταφράσεις: ίσος, αντίστοιχος, ίσιος, ισότιμος, ισοδύναμος, ισοδύναμο, ισοδύναμη, ισοδύναμου, ισοδύναμες