Λέξη: επίκληση

Σχετικές λέξεις: επίκληση

επίκληση δαιμονων, επίκληση στην αυθεντία, επίκληση αγγέλων, επίκληση στον αρχάγγελο μιχαήλ, επίκληση στο ήθος του πομπού, επίκληση στο συναίσθημα, επίκληση συνώνυμα, επίκληση στον απόλλωνα, επίκληση πνευμάτων, επίκληση στη λογική

Συνώνυμα: επίκληση

έκκληση, έφεση, παράκληση

Μεταφράσεις: επίκληση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
invocation, appeal, invoked, relied, relied upon
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
invocación, la invocación, invocación de, de invocación, advocación
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bittgebet, aufruf, Aufruf, Beschwörung, Anrufung
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
développement, invocation, appel, invitation, évocation, l'invocation, invocation de, invoquer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
invocazione, chiamata, richiamo, un'invocazione, l'invocazione
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
invocação, chamada, de invocação, de chamada, invocação de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanroeping, beroep, aanroep, inroepen, aanroepen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
призыв, заклинание, мольба, вызов, вызова, вызове, призывание, вызовом
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
påkalling, påkallelse, bruken, anvendelsen, påkallelsen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
invokation, åkallan, anrop, anrops, åberopande
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rukous, vetoaminen, herätys, Siunaus, ollut komento
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
påkaldelse, påberåbelse, aktivering, aktiveringen, invokation
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyzývání, vyvolávání, vyvolání, invokace, vzývání, zaříkávání, invocation
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
inwokacja, wezwanie, wywoływanie, wywołanie, wywołania, powołanie się
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megszólítás, könyörgés, hivatkozás, hívása, hívási, segítségül hívása
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dua, çağırma, başlatma, invocation, çağrımı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
запрошення, виклик, дзвінок
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thirrje e muzës, lutje, lutja, përmendja, thirrjen për ndihmë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
призоваване, призив, извикване, извикване на, извикването
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выклік, выклік Ці, вызаў
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
manamine, appikutsumine, appihüüd, toetumise, kutsumise, appihüüde, invokatsiooni
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prizivanje, pozivanje, zazivanje, zaziv, pozivanja
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ákall
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
maldavimas, pritaikymo, meldimas, rėmimasis, invokacija
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piesaukšana, pieminēšana, izvirzīšana, izsaukšanā, izsaukšanas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Консултацијата, повикување, повик, инвокација, повикувањето
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
invocare, invocarea, de invocare, invocație, invocatie
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Molitev, invokacija, sklicevanje, invokacijo, proženje
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
invokácie, invokace, zvolania, vzývania, vzývaní
Τυχαίες λέξεις