Развевать στα ελληνικά

Μετάφραση: развевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πετώ, μύγα, λιχνίζω, κύμα, χτύπημα, φυσώ, ανεμοσέρνομαι, είμαι άτακτος, φυσώ ατακτώς
Развевать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вешать στα ελληνικά - αναστέλλω, απαγχονίζω, ζυγίζω, κρεμώ, κρέμασμα, Hang, Κρεμάστε, ...
  • господь στα ελληνικά - θεός, λόρδος, αφέντης, άρχοντας, ο, η, το, ...
  • дезертировать στα ελληνικά - αποστατώ, ελάττωμα, έρημος, έρημο, ερήμου, της ερήμου, στην έρημο
  • дробь στα ελληνικά - αντιπαράθεση, κλαγγή, κλάσμα, προσκρούω, αψιμαχία, κλάσματος, μέρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Развевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πετώ, μύγα, λιχνίζω, κύμα, χτύπημα, φυσώ, ανεμοσέρνομαι, είμαι άτακτος, φυσώ ατακτώς