Λέξη: άρκευθος

Σχετικές λέξεις: άρκευθος

άρκευθος ιδιότητες, άρκευθος η κοινή, άρκευθος mountain hotel, άρκευθος καταστημα, άρκευθος αιθέριο έλαιο, άρκευθος γλυφάδα, άρκευθος καλλιθέα, άρκευθος καταστήματα, άρκευθος βολος, άρκευθος μπαχαρικά

Μεταφράσεις: άρκευθος

άρκευθος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
juniper, and juniper

άρκευθος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enebro, Juniper, de enebro, el enebro, enebros

άρκευθος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wacholder, Wacholder, von Juniper, juniper, Wachholder

άρκευθος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
genévrier, Juniper, genièvre, genévriers, le genévrier

άρκευθος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ginepro, di ginepro, ginepri, il ginepro, del ginepro

άρκευθος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
zimbro, junípero, Juniper, de zimbro, do zimbro

άρκευθος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jenever, Juniper, jeneverbes, jeneverbessen, de jeneverbes

άρκευθος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
можжевельник, Juniper, можжевельника, можжевельником, арча

άρκευθος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
einer, Juniper, einebær, ener

άρκευθος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enbär, Juniper, enbärs, enar, enris

άρκευθος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kataja, katajan, katajaa, Juniper, katajanmarjoilla

άρκευθος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
enebær, Juniper, enebærrets, Junipers, af Juniper

άρκευθος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jalovec, Juniper, jalovce, jalovcová, jalovcové

άρκευθος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jałowiec, Juniper, jałowca, jałowcowy

άρκευθος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
boróka, Juniper, a boróka, borókás, borókabogyó

άρκευθος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ardıç, Juniper

άρκευθος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ялівець, яловець, можжевельник

άρκευθος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dëllinjë, dëllinja, Juniper, dëllinja e, dëllinje

άρκευθος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
смрика, хвойна, хвойната, от хвойна

άρκευθος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ядловец, елянец

άρκευθος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kadakas, kadaka, kadakamarja, kadakast, kadakamarjadega

άρκευθος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smreka, Juniper, borovica, borovice, smreke

άρκευθος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Juniper

άρκευθος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kadagys, Juniper, kadagių, kadagio, kadagiais

άρκευθος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kadiķis, Juniper, kadiķogu, kadiķu, kadiķa

άρκευθος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Џунипер, смрека, смреки, смреката, од смрека

άρκευθος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ienupăr, ienupar, ienupărului, de ienupăr, ienupărului să

άρκευθος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
brina, brin, brinove, brinja, brinje

άρκευθος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jalovec, borievka, borievky, borievku, borievkami
Τυχαίες λέξεις