Ενοχοποιώ στα αγγλικά
Μετάφραση: ενοχοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
incriminate, implicate, inculpate
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ενοχοποιώ
frame
- σχεδιάζω
- σχηματίζω
- πλαισιώ
- πλαισιώνω
- κορνιζάρω
- ενοχοποιώ
- εμπλέκω
- ενοχοποιώ
- κατηγορώ
- ενοχοποιώ
- ενοχοποιώ
Σχετικές λέξεις: ενοχοποιώ
ενοχοποιώ αγγλικά, ενοχοποιώ συνωνυμα, ενοχοποιώ λεξικό γλώσσας αγγλικά, ενοχοποιώ στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- ενοχλούμαι στα αγγλικά - bother, annoyed, disturbed, I am disturbed, am disturbed
- ενοχλώ στα αγγλικά - trouble, bother, annoy, disturb, irritate, pother, irk, ...
- ενσάρκωση στα αγγλικά - personification, incarnation, embodiment, embodiment of, incarnation of, the embodiment
- ενσαρκώνω στα αγγλικά - embody, incarnate
Τυχαίες λέξεις
Ενοχοποιώ στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: incriminate, implicate, inculpate
Μεταφράσεις: incriminate, implicate, inculpate