Разводить στα ελληνικά
Μετάφραση: разводить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεννοβολώ, ανατρέφω, ράτσα, πολλαπλασιάζω, αναπαράγω, πισινός, όρος, αραιώνω, ανεβαίνω, διασπείρω, διασώζω, παίρνω, αυξάνομαι, συντηρώ, βουνό, διατηρώ, φυλή, αναπαράγονται, αναπαραχθούν, φυλής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ванна στα ελληνικά - μπάνιο, μπανιέρα, σαπιοκάραβο, λουτρό, μπανιέρα με
- гальванопластика στα ελληνικά - galvanoplastics
- даман στα ελληνικά - Daman, Νταμάν
- елец στα ελληνικά - λευκίσκος, Dace, Το Dace, του Dace
Τυχαίες λέξεις
Разводить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεννοβολώ, ανατρέφω, ράτσα, πολλαπλασιάζω, αναπαράγω, πισινός, όρος, αραιώνω, ανεβαίνω, διασπείρω, διασώζω, παίρνω, αυξάνομαι, συντηρώ, βουνό, διατηρώ, φυλή, αναπαράγονται, αναπαραχθούν, φυλής
Μεταφράσεις: γεννοβολώ, ανατρέφω, ράτσα, πολλαπλασιάζω, αναπαράγω, πισινός, όρος, αραιώνω, ανεβαίνω, διασπείρω, διασώζω, παίρνω, αυξάνομαι, συντηρώ, βουνό, διατηρώ, φυλή, αναπαράγονται, αναπαραχθούν, φυλής