Λέξη: επίσημα

Σχετικές λέξεις: επίσημα

επίσημα αποτελέσματα δημοτικών εκλογών 2014, επίσημα φορέματα, επίσημα χτενίσματα, επίσημα αποτελέσματα δημοτικών εκλογών, επίσημα αποτελέσματα εκλογών 2014, επίσημα φορέματα καλοκαίρι 2014, επίσημα αποτελέσματα, επίσημα φορέματα για γάμο, επίσημα παιδικά φορέματα, επίσημα φορέματα για παχουλές

Μεταφράσεις: επίσημα

επίσημα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
officially, official, formally, formal, was officially

επίσημα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
oficialmente, oficial, oficialmente a, oficialmente el

επίσημα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
offiziell, amtlich, offizielle, offiziellen

επίσημα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
officielle, officiellement, a officiellement, officiel

επίσημα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ufficialmente, ufficiale, ufficialmente il

επίσημα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
oficialmente, oficial

επίσημα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
officieel, om officieel, officiële, hier om officieel, officieel is

επίσημα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
официально, бюрократически, формально, официального, официальное

επίσημα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
offisielt, offentlig, offisielle, formelt, offisiell

επίσημα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
officiellt, är officiellt, som officiellt, officiella, officiell

επίσημα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
virallisesti, julkisesti, virallinen, virallisen, on virallisesti

επίσημα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
officielt, er officielt, officiel, officielt er, officielle

επίσημα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oficiálně, úředně, oficiální, o oficiální, slavnostně

επίσημα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
urzędowo, oficjalnie, oficjalnych, oficjalne, oficjalnego

επίσημα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hivatalosan, hivatalosan is, hivatalos, hatóságilag, a hivatalosan

επίσημα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
resmen, resmi, resmi olarak

επίσημα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
офіціально, офіційно

επίσημα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zyrtarisht, zyrtarisht të, zyrtare, zyrtar, zyrtarisht e

επίσημα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
официално, официално се, официално е, служебно

επίσημα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
афіцыйна

επίσημα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ametlikult, ametliku, riiklikult, on ametlikult

επίσημα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
službeno, je službeno, službeno je, i službeno, svečano

επίσημα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
opinberlega, formlega, opinbert, opinbera

επίσημα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
oficialiai

επίσημα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
oficiāli, ir oficiāli, par oficiāli, kas oficiāli

επίσημα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
официјално, и официјално, официјално се, официјално го, официјално ја

επίσημα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
oficial, mod oficial, în mod oficial, oficială

επίσημα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uradno, je uradno, uradni

επίσημα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oficiálne, formálne, úradne

Στατιστικά δημοτικότητας: επίσημα

Τυχαίες λέξεις