Λέξη: αδυναμία

Σχετικές λέξεις: αδυναμία

αδυναμία μου - μανώλης λιδάκης, αδυναμία συνώνυμο, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο www.google.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο twitter.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο, αδυναμία παράδοσης - απών σημείωμα, αδυναμία μου, αδυναμία στα χέρια, αδυναμία μου μεγάλη στίχοι, αδυναμία αρχικοποίησης του συστατικού ασφάλειας της εφαρμογής

Συνώνυμα: αδυναμία

τρωτό, ιδιορρυθμία, αστάθεια, ασθενικότητα, χαύνωση, ατονία, χαυνότης, εξασθένηση, λεπτότητα, λιχουδιά, μεζές, λεπτότης, ευαισθησία, μικρότης, μικρότητα, ασθένεια, ανικανότητα, ανικανότης, αδύνατο, αναπηρία, χαυνότητα, πλαδαρότης, πλαδαρότητα, χαλαρότητα, ασθενικότης, έλλειψη, ατέλεια

Μεταφράσεις: αδυναμία

αδυναμία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
frailty, weakness, inability, shortcoming, failure, impossibility

αδυναμία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
flaqueza, debilidad, la debilidad, debilidades, debilidad de, débil

αδυναμία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gebrechlichkeit, fragilität, labilität, zartheit, schwäche, anfälligkeit, Schwäche, Schwächen, Schwach, Schwachheit

αδυναμία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
faiblesse, caducité, défaut, délicatesse, la faiblesse, faiblesses, une faiblesse, faible

αδυναμία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
debole, debolezza, la debolezza, debolezze, di debolezza

αδυναμία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fraqueza, debilidade, fragilidade, a fraqueza, fraquezas

αδυναμία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwakte, zwakheid, zwakke, zwak, zwak punt

αδυναμία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бренность, непрочность, хрупкость, субтильность, тщедушие, слабость, слабости, слабостью, недостаток, недостатком

αδυναμία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
svakhet, svakheten, svakheter, svake

αδυναμία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svaghet, svaga, svagheten, svag

αδυναμία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
heikkous, heikkoutta, heikkouden, heikkoudesta, heikko

αδυναμία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svaghed, svage, svagheder, svækkelse

αδυναμία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
křehkost, slabost, chabost, chyba, slabinou, slabosti, slabina, slabostí

αδυναμία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ułomność, słabostka, wątłość, słabość, osłabienie, słabością, słabości, osłabienia

αδυναμία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyengeség, gyengesége, gyenge, gyengeséget, gyengeségét

αδυναμία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zayıflık, zayıflığı, halsizlik, güçsüzlük, güçsüzlüğü

αδυναμία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крихкість, тлінність, нетривкість, тендітність, слабкість, слабість, слабость

αδυναμία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dobësi, dobësia, dobësi e, dobësia e, dobësi të

αδυναμία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
слабост, слабостта, слабости, немощ

αδυναμία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слабасць, слабость, слабасьць

αδυναμία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nõrkus, nõrkust, nõrkuse, nõrkusest, nõrk

αδυναμία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slabost, slabosti, nemoć, slaba točka

αδυναμία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
veikleiki, máttleysi, slappleiki, veikleika, þróttleysi

αδυναμία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fragilitas

αδυναμία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
silpnumas, trūkumas, silpnumą, silpnumo, silpnybė

αδυναμία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vājums, vārgums, trauslums, netikums, trūkums, nespēks, vājumu, vājā

αδυναμία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
слабост, слабоста, слабости, слабостите

αδυναμία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nărav, slăbiciune, slabiciune, slăbiciunea, punct slab, slabiciunea

αδυναμία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slabost, oslabelost, šibkost, šibkosti, pomanjkljivost

αδυναμία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slabosť, slabosti, asténia

Στατιστικά δημοτικότητας: αδυναμία

Τυχαίες λέξεις