Разрушить στα ελληνικά
Μετάφραση: разрушить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσκρούω, πέφτω, ξεκουμπώνω, χαντακώνω, ρήμαγμα, χαλώ, πάταγος, κραχ, καταστρέφω, καταστρέψει, καταστρέψουν, καταστρέφουν, καταστροφή, να καταστρέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вытаращиться στα ελληνικά - χτυπητός, Staring, κοιτάξει επίμονα, Να κοιτάξει επίμονα, Κοιτούσε
- герметичность στα ελληνικά - στεγανότητα, αδιαπερατότητα, αδιαπερατότητας, στεγανότητας, μη διαπερατότητας
- гримасничать στα ελληνικά - κατασκευάζω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, μορφάζω, μούρη, κάνω, κούπα, ...
- двугривенный στα ελληνικά - είκοσι, εικοστή, από είκοσι
Τυχαίες λέξεις
Разрушить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσκρούω, πέφτω, ξεκουμπώνω, χαντακώνω, ρήμαγμα, χαλώ, πάταγος, κραχ, καταστρέφω, καταστρέψει, καταστρέψουν, καταστρέφουν, καταστροφή, να καταστρέψει
Μεταφράσεις: προσκρούω, πέφτω, ξεκουμπώνω, χαντακώνω, ρήμαγμα, χαλώ, πάταγος, κραχ, καταστρέφω, καταστρέψει, καταστρέψουν, καταστρέφουν, καταστροφή, να καταστρέψει