Λέξη: αυστηρότητα

Σχετικές λέξεις: αυστηρότητα

αυστηρότητα γνωμικά, αυστηρότητα αποφθέγματα, αυστηρότητα σημασία

Συνώνυμα: αυστηρότητα

ακαμψία, αυστηρότης, δριμύτης, δριμύτητα, λιτότητα, απλότης

Μεταφράσεις: αυστηρότητα

αυστηρότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
severity, strictness, rigor, stringency, austerity

αυστηρότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
severidad, rigor, rigurosidad, rigidez, estricto

αυστηρότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwierigkeit, härte, strenge, schwierigkeitsgrad, genauigkeit, Strenge, Genauigkeit, Strikt, Striktheit

αυστηρότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
âpreté, rigueur, gravite, rigidité, austérité, cruauté, sévérité, la rigueur, de rigueur

αυστηρότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rigore, severità, rigidità, il rigore, la severità

αυστηρότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rigor, strictness, rigidez, severidade, exatidão

αυστηρότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
strengheid, strafheid, hardheid, striktheid, nauwgezetheid, gestrengheid, strictness

αυστηρότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
строгость, неумолимость, суровость, ожесточенность, жесткость, жестокость, взыскательность, строгости, строгостью

αυστηρότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
strenghet, strictness, streng, strenge, strengheten

αυστηρότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skärpa, stränghet, stränga, strictness, strängt, strikthet

αυστηρότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kovuus, vakavuus, ankaruus, rankkuus, tiukkuus, tiukkuutta, ehdottomuus, tiukkuudesta

αυστηρότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
strenghed, strenge, stringens, strengheden, hvor strenge

αυστηρότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přísnost, krutost, strohost, striktnost, přísnosti, přísností, striktnosti

αυστηρότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dotkliwość, ostrość, ciężkość, niewyrozumiałość, bezwzględność, powaga, nasilenie, surowość, srogość, ścisłość, stanowczość, strictness, surowości

αυστηρότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dísztelenség, pontosság, szigorúsága, szigorúság, szigorúságát, szigora

αυστηρότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
katılık, katılığı, sıkı tutum, sıkı olması, sıkı disiplin

αυστηρότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жорсткість, строгість, запеклість, жорстокість, вимогливість

αυστηρότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtrëngimit, rreptësi të, rreptësi, e rreptësi, e rreptësi të

αυστηρότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
строгост, взискателност, строгостта, стриктност, точност

αυστηρότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
патрабавальнасць

αυστηρότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tõsidus, rangus, ranguse, rangust, karmust, paindumatust

αυστηρότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
predostrožnost, težina, oštrina, strogost, strogoća, strogosti

αυστηρότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
harka, strictness

αυστηρότητα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
asperitas, severitas

αυστηρότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
griežtumas, griežtumo, reiklumas, griežtumą, Ryžtingumą

αυστηρότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stingrība, stingrību, striktumu, stingrībai, bardzība

αυστηρότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
строгоста, строгост, сериозност, строга, строгост во

αυστηρότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
severitate, rigoare, strictețe, strictete, strictețea, rigurozitate

αυστηρότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
strogost, strogosti, zahtevnost

αυστηρότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prísnosť, prísnosti, tvrdosť, sú prísnosť uložených, prísnosť uložených
Τυχαίες λέξεις