Λέξη: πύο
Συνώνυμα: πύο
έμπυο, πύωση, εμπύωση
Μεταφράσεις: πύο
πύο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pus, purulence, with pus
πύο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pus, de pus, el pus
πύο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eiter, Eiter, pus, Eiters
πύο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pus, du pus, de pus, le pus
πύο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pus, di pus, il pus, del pus
πύο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pus, de pus, o pus, purulenta, pús
πύο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
etter, pus, etters
πύο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
материя, навоз, гной, гноя, гноем, гнойные
πύο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pus, puss
πύο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
var, pus, utgivarinitierad prenu, varbildning, varet
πύο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mätä, visva, märkä, pus, työntämään, mätää
πύο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
materie, pus, betændelse, puds
πύο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hnis, hnisu, pus, hnisem, tlačilo
πύο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ropa, pus, ropy, ropą, ropę
πύο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
genny, gennyes, pus, gennyet, gennyel
πύο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
irin, pus, püy, iltihap, cerahat
πύο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
компетенції, гній
πύο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qelb, qelbi, pus, në qelb
πύο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гной, гнойта, на гной, гнойни
πύο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гной, разьліўся гной
πύο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mäda, pus
πύο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gnoj, gnoja, pus, gnoj je, gnojni
πύο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gröftur, greftri
πύο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pus
πύο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pūliai, pus, pūliuose, pūlių, traiškanos
πύο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
strutas, pus, strutu, vilktu
πύο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гној, гнојот, гнојни, на гној
πύο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
puroi, pus, de puroi, puroiul, puroiului
πύο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pus, gnoj, gnoju, pojavi gnoj
πύο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hnis, malárie, hnisom, hnisu