Разукрашивать στα ελληνικά
Μετάφραση: разукрашивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλαδεύω, διακοσμώ, στολίζω, λουσάρω, καλλωπίζω, κουρεύω, κοσμώ, κομψός, ψαλιδίζω, επιστρώνω, φαλάκρα ίππου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспорочный στα ελληνικά - αλάθητος, άμεμπτος, άψογος, άμεμπτη, άμοιρη ευθυνών, άμεμπτοι
- выхаживать στα ελληνικά - νοσοκόμα, βράζω, υιοθετώ, θετός, ανατρέφω, βάγια, νοσηλευτή, ...
- голгофа στα ελληνικά - Γολγοθάς, Γολγοθά, Calvary, ο γολγοθάς, του Γολγοθά
- дымить στα ελληνικά - καυσαέριο, καπνοί, τολύπη, γεμίζω, καπνός, καπνίζω, καπνού, ...
Τυχαίες λέξεις
Разукрашивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλαδεύω, διακοσμώ, στολίζω, λουσάρω, καλλωπίζω, κουρεύω, κοσμώ, κομψός, ψαλιδίζω, επιστρώνω, φαλάκρα ίππου
Μεταφράσεις: κλαδεύω, διακοσμώ, στολίζω, λουσάρω, καλλωπίζω, κουρεύω, κοσμώ, κομψός, ψαλιδίζω, επιστρώνω, φαλάκρα ίππου