Λέξη: πατάτα

Σχετικές λέξεις: πατάτα

πατάτα ονειροκρίτης, πατάτα σπορά, πατάτα ψητή, πατάτα θερμίδες, πατάτα θρεπτική αξία, πατάτα υδατάνθρακες, πατάτα καλλιέργεια, πατάτα βραστή, πατάτα του ιωνά, πατάτα γεμιστή

Συνώνυμα: πατάτα

σκαλιστήρι, μικρή αξίνη, γεώμηλο

Μεταφράσεις: πατάτα

πατάτα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
potato, spud, potatoes

πατάτα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
papa, patata, de patata, la patata, de papa

πατάτα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erdapfel, kartoffel, Kartoffel, Kartoffeln, potato

πατάτα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
patate, pomme de terre, pommes de terre, la pomme de terre, de pomme de terre

πατάτα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
patata, patate, di patate, della patata, potato

πατάτα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
penico, batatinha, batata, de batata, batatas, da batata

πατάτα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pieper, aardappel, aardappelen, aard appel, potato, aardappelzetmeel

πατάτα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
картофелина, картошка, картофель, кинкажу, батат, рот, картофеля, картофельный, картофельного

πατάτα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
potet, poteter, potato, poteten

πατάτα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
potatis, potatisen, potato

πατάτα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
peruna, perunan, peruna-, potato

πατάτα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kartoffel, kartofler, kartoffelstivelse, potato, kartoffel-

πατάτα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
brambor, brambory, bramborový, bramborového, bramborová

πατάτα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kartofel, ziemniak, ziemniaków, ziemniaka, ziemniaczana

πατάτα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
burgonya, burgonyával, burgonyakeményítő, a burgonya

πατάτα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
patates, potato

πατάτα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
випивки, картопля, картоплю, Силос, Буряк, картофель

πατάτα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
patatja, patate, patate e, patates, i patates

πατάτα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
картофи, картоф, картофен, картофено, картофени

πατάτα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бульба, бульбу, бульбы

πατάτα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kartul, kartuli, kartuli-, kartulitärklise

πατάτα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krumpirov, krumpir, krumpira, krumpirovih, krumpirove

πατάτα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kartafla, kartöflu, kartöflur, kartöflusalati, kartöflusterkju

πατάτα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bulvė, bulvės, bulvių, bulvinių, potato

πατάτα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kartupelis, kartupeļi, kartupeļu, kartupeĜu, kartupeļiem

πατάτα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
компирот, компир, компири, од компир, на компир

πατάτα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cartof, cartofi, de cartofi, din cartofi, cartofului

πατάτα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krompir, potato, krompirjeva, krompirjev, krompirjeve

πατάτα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zemiaky, zemiakmi, zemiakov

Στατιστικά δημοτικότητας: πατάτα

Τυχαίες λέξεις