Раскачивать στα ελληνικά
Μετάφραση: раскачивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λικνίζω, πέτρα, κουνώ, ροκ, κούνια, swing, ταλάντευση, εξέλιξη, ταλάντευσης
Μεταφράσεις
- асептика στα ελληνικά - ασηψία, ασηψίας, αποστείρωσης, η ασηψία, ασηπτικότητα
- ведренный στα ελληνικά - πρόστιμο, αίθριος, φίνος, ψιλή, Vedren
- внеплановый στα ελληνικά - ανεπίσημος, ξέγνοιαστος, έκτακτη, έκτακτα, έκτακτες, εξαιρετικό, εξαιρετική
- завести στα ελληνικά - παίρνω, άνεμος, φέρνω, αιολική, κουρδίζω, αρχή, εκκίνηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Раскачивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λικνίζω, πέτρα, κουνώ, ροκ, κούνια, swing, ταλάντευση, εξέλιξη, ταλάντευσης
Μεταφράσεις: λικνίζω, πέτρα, κουνώ, ροκ, κούνια, swing, ταλάντευση, εξέλιξη, ταλάντευσης