Распоясаться στα ελληνικά
Μετάφραση: распоясаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοικιάζομαι, αφήνω, οργιάζων, ακόλατος, αχαλίνωτος, ιδιότροπος, φαύλος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- академичный στα ελληνικά - ακαδημαϊκός, θεωρητικός, ακαδημαϊκό, ακαδημαϊκή, ακαδημαϊκών, ακαδημαϊκά
- аккомпанировать στα ελληνικά - ακολουθώ, συνοδεύω, συνοδεύει, συνοδεύουν, συνοδεύσει, να συνοδεύει, να συνοδεύουν
- водоотвод στα ελληνικά - ξεχειλίζω, στραγγίζω, οχετός, υπερχείλιση, εκβολή, εκβολής, υπονόμων εκροής, ...
- дегенерировать στα ελληνικά - επιδεινώνω, χειροτερεύω, εκφυλισμένος, εκφυλισμένη, εκφυλισμένων, εκφυλισμένα, εκφυλισμένες
Τυχαίες λέξεις
Распоясаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοικιάζομαι, αφήνω, οργιάζων, ακόλατος, αχαλίνωτος, ιδιότροπος, φαύλος
Μεταφράσεις: ενοικιάζομαι, αφήνω, οργιάζων, ακόλατος, αχαλίνωτος, ιδιότροπος, φαύλος