Λέξη: σκέρτσο
Σχετικές λέξεις: σκέρτσο
σκέρτσο απολις, σκέρτσο ιωαννινα, σκέρτσο αγρινιο, σκέρτσο bar, σκέρτσο πεταχτό, σκέρτσο κρασί, σκέρτσο πετρούπολη
Συνώνυμα: σκέρτσο
είδος ζωηράς μουσικής
Μεταφράσεις: σκέρτσο
σκέρτσο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
joke, scherzo
σκέρτσο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chiste, chancear, chanza, chasco, scherzo, el Scherzo, del scherzo, scherzo de
σκέρτσο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
possen, witz, scherz, spaß, scherzen, Scherzo, Scherzos
σκέρτσο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
facétie, railler, plaisanter, blague, plaisanterie, drôlerie, esprit, badiner, farce, rigolade, saillie, blaguer, scherzo, scherzo de, un scherzo, le Scherzo
σκέρτσο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scherzo, scherzare, celia, burla, lazzo
σκέρτσο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
junção, gracejar, brincar, caçoar, piada, gracejo, scherzo
σκέρτσο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mop, grol, gekscheren, grap, schertsen, kwinkslag, pots, scherzo, een scherzo
σκέρτσο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
балагурить, подтрунивать, шуточка, подшучивать, острота, шутка, хохма, пошутить, анекдот, сострить, трунить, шутить, скерцо, Scherzo, скерцозный
σκέρτσο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spøke, spøk, vits, scherzo, scherzoen
σκέρτσο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gyckla, skämt, skämta, scherzo, scherzot, scherzoen
σκέρτσο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pila, jekku, huuli, jäynä, ilveillä, laskea leikkiä, kuje, leikkiä, scherzon, scherzo, Scherzojakson, scherzossa
σκέρτσο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
morsomhed, vittighed, spøge, Scherzo, scherzoen
σκέρτσο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vtipkovat, psina, šprýmovat, legrace, žert, žertovat, vtip, scherzo
σκέρτσο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dowcip, kawał, żartować, psikus, żart, pośmiewisko, figiel, dowcipkować, pożartować, drwinkować, zażartować, żarcie, scherzo, scherzo h, Scherza, Scherzu
σκέρτσο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
scherzo, scherzót, scherzóban, scherzói
σκέρτσο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şaka, canlı çalınan bölüm, Scherzo, arasındaki Scherzo
σκέρτσο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
балки, скерцо
σκέρτσο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shaka, Scherzo
σκέρτσο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скерцо, Scherzo, скерцандо, в Скерцо, Скерцо си
σκέρτσο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скерца, скерцо
σκέρτσο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nali, naljatama, skertso, Scherzo, skretso
σκέρτσο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dosjetka, šala, scherzo, skerco, scherzo koji, skercozna
σκέρτσο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Scherzo
σκέρτσο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
iocus
σκέρτσο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
juokas, pokštas, Scherzo, skerco, Scherzo cis
σκέρτσο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
joks, scherzo
σκέρτσο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скерцо
σκέρτσο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
glumi, banc, glumă, renghi, scherzo
σκέρτσο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
šala, anekdota, scherzo
σκέρτσο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vtip, žartovať, anekdota, scherzo