Распределить στα ελληνικά
Μετάφραση: распределить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναθέτω, διανέμω, μοιράζω, απονέμω, κατανέμω, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беззастенчивый στα ελληνικά - ιταμός, ασύστολος, αδιάντροπος, ξετσίπωτος, αναίσχυντος, ξεδιάντροπη, αναίσχυντη, ...
- вертикально στα ελληνικά - όρθιος, όρθια, όρθια θέση, όρθιο, σε όρθια θέση
- гарнитура στα ελληνικά - καθορισμένος, τοποθετώ, Ακουστικά, Ακουστικό, Headset, ακουστικού
- дозировка στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δοσολογίας, δόσης, δόσεως
Τυχαίες λέξεις
Распределить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναθέτω, διανέμω, μοιράζω, απονέμω, κατανέμω, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
Μεταφράσεις: αναθέτω, διανέμω, μοιράζω, απονέμω, κατανέμω, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής