Распускать στα ελληνικά

Μετάφραση: распускать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάσκος, ξεδιπλώνω, διαλύω, αργοκίνητος, απολύω, μπόσικος, λυτός, χαλαρός, διαλυθεί, διαλύονται, διαλύει, διαλύουν, διαλύσει
Распускать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • авансовый στα ελληνικά - προβαίνω, πρόοδος, προχωρώ, προκαταβάλλω, προκαταβολή, προωθήσει, την προώθηση, ...
  • автореферат στα ελληνικά - θεωρητικός, σύνοψη, περίληψη, σύνοψη της υπόθεσης, υπόθεσης, της υπόθεσης
  • акушерка στα ελληνικά - μαία, μαίας, τη μαία, της μαίας, η μαία
  • забрести στα ελληνικά - τριγυρίζω, αδέσποτος, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Распускать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάσκος, ξεδιπλώνω, διαλύω, αργοκίνητος, απολύω, μπόσικος, λυτός, χαλαρός, διαλυθεί, διαλύονται, διαλύει, διαλύουν, διαλύσει