Λέξη: άντρας

Σχετικές λέξεις: άντρας

άντρας κριός, άντρας αιγόκερως, άντρας σκορπιός, άντρας παρθένος, άντρας ζυγός, άντρας ιχθύς, άντρας που δεν εκάτεχε, άντρας υδροχόος, άντρας καρκίνος, άντρας ταύρος

Μεταφράσεις: άντρας

άντρας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fellow, man, husband, guy, male, a man

άντρας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
socio, compañero, hombre, el hombre, hombre de, del hombre, al hombre

άντρας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefährtin, gefährte, typ, stipendiat, freund, bursche, mannsbild, Mann, Mensch, Menschen, ein Mann, Mannes

άντρας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ami, homme, copain, associé, type, camarade, compagnon, amoureux, compagne, sociétaire, garçon, gaillard, mâle, bougre, ensemble, collègue, l'homme, hommes, man

άντρας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compagno, uomo, dell'uomo, l'uomo, man, uomo di

άντρας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
camarada, rapaz, homem, finja, companheiro, menino, o homem, homem de, man, do homem

άντρας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
samen, knaap, maat, kameraad, vent, partner, aaneen, makker, jongen, man, mens, de mens, mensen

άντρας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соотечественница, спутник, малый, мальчуган, хват, головушка, сутяга, старикан, пара, дружище, поклонник, товарищ, мальчик, парень, стипендиат, собрат, человек, мужчина, человека, человеком

άντρας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kar, medlem, mann, mannen, menneske, mennesket, man

άντρας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
karl, kille, människa, man, mannen, människan, man som

άντρας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
poika, poikaystävä, kundi, heppu, häiskä, mies, miestä, ihmisen, miehen, ihminen

άντρας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mand, manden, mennesket, menneske

άντρας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chlápek, druh, společník, přítel, člověk, kamarád, člen, chlap, kolega, chlapík, muž, člověče, muže

άντρας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
człowiek, kolega, kumpel, facet, współobywatel, gość, kum, rolnik, towarzysz, współpracownik, chłop, pot, członek, mężczyzna, man, człowieka, człowiekiem

άντρας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
férfi, ember, férfit, az ember

άντρας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
adam, yoldaş, herif, erkek, insan, man, bir adam

άντρας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
товариш, пару, шанувальник, парубок, співробітник, людина, осіб, чоловік, людей

άντρας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njeri, burrë, njeriu, njeri i, dikush

άντρας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гадже, мъж, човек, мъж на, човека

άντρας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чалавек, муж

άντρας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mees, kolleeg, liige, meest, inimese, inimene, mehe

άντρας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
drugar, čovjek, član, lice, momak, drug, muškarac, čovjeka, je čovjek, tko

άντρας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
maður, maðurinn, mann, maðr

άντρας στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vir, socius

άντρας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vyrukas, vaikinas, vyras, žmogus, vyro, moteris

άντρας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tips, puisis, cilvēks, vīrietis, man, vīrs

άντρας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
човек, човекот, маж, мажот

άντρας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tip, om, omul, omului, bărbat, barbat

άντρας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mani, man, moški, človek, mož

άντρας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
maní, chlap, druh, človek, osoba

Στατιστικά δημοτικότητας: άντρας

Τυχαίες λέξεις