Λέξη: όροφος

Σχετικές λέξεις: όροφος

όροφος κόρινθος, όροφος ονειροκρίτης, όροφος σημασια, όροφος κλιση, πρώτος όροφος, βιοκλιματικός όροφος, τρίτος όροφος, όροφος λεξικο, 3ος όροφος, όροφος βικιλεξικο

Συνώνυμα: όροφος

πάτωμα, δάπεδο

Μεταφράσεις: όροφος

όροφος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
floor, storey, first floor, floor of, floor is

όροφος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suelo, planta, piso, baja, piso de

όροφος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fußboden, schockieren, schiffsboden, stockwerk, etage, stock, boden, Fußboden, Boden, Etage, Stock, Stockwerk

όροφος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
terroir, fonds, parquet, cellier, réserve, pays, fond, terre, étage, plancher, sol, chaussée

όροφος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
suolo, pavimento, piano, terra, pavimento in, fondo

όροφος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inundar, assoalho, soalho, andar, inundação, pavimento, banhar, piso, chão

όροφος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdieping, étage, vloer, etage, grond, de vloer

όροφος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рига, пол, настил, ярус, этаж, перекрытие, этаже, пола, от пола

όροφος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
golv, gulv, etasje, gulvet, femmeteren, etasjen

όροφος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
våning, golv, våningen, golvet

όροφος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lattia, kerros, ällistyttää, tyrmistyttää, kerroksessa, maalipotkun, lattian

όροφος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
etage, gulv, sal, gulvet, ordet

όροφος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
poschodí, etáž, dno, podlaha, patro, země, zem, podlaží, podlahy, podlahové

όροφος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
posadzka, piętro, dno, piętrzenie, podłoga, klepisko, kondygnacja, parter, ziemia, podłogowy, piętrze, podłogi

όροφος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
padló, ülésterem, tengerfenék, emelet, emeleten, emeleti, padlón

όροφος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yer, kat, zemin, katta, taban

όροφος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підлога, ярус, поверх, нитковидний, ий поверх

όροφος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kat, dysheme, kati, kati i, katin e

όροφος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
етаж, пода, под, подово, етаж от

όροφος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падлога, паверх, этаж

όροφος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
istungisaal, korrus, alampiir, põrand, korrusel, põranda, sõna

όροφος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
katu, kat, pod, strop, sprat, podu, poda, podno

όροφος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hæð, gólf, gólfið, gólfi, gólfinu

όροφος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
solum

όροφος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aukštas, grindys, grindų, aukšte, Floor

όροφος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stāvs, grīda, grīdas, grīdas segums, stāvā

όροφος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кат, подот, спрат, подни, под

όροφος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
etaj, podea, pardoseală, pardoseală de, de gresie

όροφος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dno, pod, tla, nadstropje, nadstropju, talna, talno

όροφος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podlaha, podlaží, dlážka, patrí, poschodí, dno, poschodie, podlažia, podlažie, poschodia

Στατιστικά δημοτικότητας: όροφος

Τυχαίες λέξεις