Расстраивать στα ελληνικά
Μετάφραση: расстраивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαταραχή, αναπτύσσω, αταξία, θρυμματίζομαι, προορίζω, παρακάμπτω, απογοητεύω, θρυμματίζω, ακαταστασία, ενοχλώ, παρενοχλώ, διασπώ, ανατρέπω, αποσπώ, πάθηση, εξαρθρώνω, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аргумент στα ελληνικά - υποταγή, αιτία, επιχείρημα, λογομαχία, αιτιολογία, συλλογιστικός, διαφωνία, ...
- биохимия στα ελληνικά - βιοχημεία, Biochemistry, βιοχημείας, της βιοχημείας, τη βιοχημεία
- бурчать στα ελληνικά - μουρμουρίζω, μουρμούρισμα, ψιθυρίζω, Mutter, μουρμουρίζουν
- галлюцинация στα ελληνικά - παραίσθηση, ψευδαίσθηση, παραισθήσεις, ψευδαισθήσεις, ψευδαίσθησης
Τυχαίες λέξεις
Расстраивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαταραχή, αναπτύσσω, αταξία, θρυμματίζομαι, προορίζω, παρακάμπτω, απογοητεύω, θρυμματίζω, ακαταστασία, ενοχλώ, παρενοχλώ, διασπώ, ανατρέπω, αποσπώ, πάθηση, εξαρθρώνω, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
Μεταφράσεις: διαταραχή, αναπτύσσω, αταξία, θρυμματίζομαι, προορίζω, παρακάμπτω, απογοητεύω, θρυμματίζω, ακαταστασία, ενοχλώ, παρενοχλώ, διασπώ, ανατρέπω, αποσπώ, πάθηση, εξαρθρώνω, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές