Λέξη: περιζώνω

Συνώνυμα: περιζώνω

ζώνω, δέρνω με λουρίδα, χωρίζω εις ζώνας, περιτριγυρίζω, περιστοιχίζω

Μεταφράσεις: περιζώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
embed, engird, begird, cincture, skirt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
engird
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
engird
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
planter, établir, encastrer, sertir, ancrer, engird
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
engird
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
embaixada, enterrar, engird
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omgorden, omringen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вделывать, окунуть, запечатлеться, внедрять, погрузить, погружать, вставлять, окунать, врезать, укладывать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
engird
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
engird
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiinnittää, upottaa, engird
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
engird
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
usazovat, zapouštět, usadit, zapustit, vsadit, zakotvit, zasadit, obklopit, opásat
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wbić, wmurować, wkopać, wbijać, osadzać, osadzić, opasać, otaczać
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
körülövez
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuşatmak, kemer gibi sarmak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
занурити, вставляти, вкарбувати, engird
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrethoj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
опасвам, обкръжавам
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
engird
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
engird
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uložiti, usaditi, ugnijezditi, pridružiti, postaviti, ukopavati, smještanje, ugraditi, zaokružiti
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
engird
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apjuosti, Apjozt
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apjozt
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
engird
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
încinge
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vložit, zapustit, engird
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obklopiť, obklopujú
Τυχαίες λέξεις