Рассудить στα ελληνικά

Μετάφραση: рассудить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κριτής, δικάζω, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή
Рассудить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абсорбированный στα ελληνικά - απορροφάται, απορροφηθεί, απορροφώνται, που απορροφάται, απορροφήθηκε
  • армения στα ελληνικά - Αρμενία, Αρμενίας, την αρμενία, η Αρμενία, της Αρμενίας
  • вначале στα ελληνικά - πρώτος, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
  • жидкость στα ελληνικά - ύδωρ, υγρό, ρευστό, υγρού, ρευστού, υγρών
Τυχαίες λέξεις
Рассудить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κριτής, δικάζω, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή