Λέξη: δημεύω

Συνώνυμα: δημεύω

κατάσχω

Μεταφράσεις: δημεύω

δημεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
confiscate

δημεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
confiscar, embargar, decomisar, confiscar los, confiscación de, confiscar las

δημεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
konfiszieren, beschlagnahmen, zu beschlagnahmen

δημεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
confisquons, réquisitionner, confisquez, confisquer, confisquent, confiscation, confisquer les, de confisquer, confisquer des

δημεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incamerare, confiscare, confisca, confiscare i, sequestrare, confiscare le

δημεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
confiscar, penhorar, confisco, confiscam, confiscar os, confiscar a

δημεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
confisqueren, beslag te nemen, te confisqueren, in beslag, in beslag te nemen

δημεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отписывать, убрать, забирать, забрать, убирать, реквизировать, изымать, конфисковать, конфискации, конфисковывать, конфискуют, конфискацию

δημεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
konfiskere, beslaglegge, beslag, å konfiskere, inndra

δημεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konfiskera, beslagta, förverka, förverkande, att konfiskera

δημεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
takavarikoida, tuomita menetetyksi, haltuunsa, takavarikoimaan, takavarikoivat

δημεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
konfiskere, konfiskation, beslaglægge, at konfiskere, konfiskerer

δημεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zabavovat, zabavit, zkonfiskovat, konfiskovat, konfiskaci, zabaví

δημεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skonfiskować, konfiskować, konfiskaty, konfiskowania, konfiskatę

δημεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lefoglal, elkobozzák, elkobzására, elkobozza, elkobozzák az

δημεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kamulaştırmak, el koyma, el koymak, toplatma, el koyar

δημεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
конфіскувати, конфісковувати

δημεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
konfiskoj, konfiskojë, konfiskimin, konfiskojnë, konfiskimin e

δημεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
конфискуват, конфискувам, конфискува, конфискуване, да конфискува

δημεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
канфіскаваць, канфіскоўваць

δημεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
konfiskeerima, konfiskeerida, konfiskeerib, konfiskeerimiseks, konfiskeerimist

δημεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zaplijeniti, konfiscirati, oduzeti, oduzimanja, konfiskuje

δημεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
upptæk, gera upptæk, hald, lagt hald, lagt hald á

δημεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
konfiskuoti, konfiskuoja, konfiskuotas, konfiskavimo, konfiskuojamos

δημεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
konfiscēt, konfiscētu, konfiscē, konfiskāciju, konfiscēt īpašumu

δημεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
конфискуваат, конфискува, се конфискува, ја одземе, ги одземе

δημεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
confisca, confiște, confiscarea, a confisca, confiscă

δημεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaplenijo, zaplembo, zapleni, zapleniti, zasežejo

δημεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zabaviť, skonfiškovať, zhabať
Τυχαίες λέξεις