Растяжка στα ελληνικά

Μετάφραση: растяжка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τέντωμα, προέκταση, έκταση, επέκταση, στηρίζων, προετοιμάζονται, αντιστήριξη, κηδεμόνα, διαγώνιες
Растяжка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • асфиксия στα ελληνικά - ασφυξία, ασφυξίας, την ασφυξία
  • вилы στα ελληνικά - δίκρανο, Δικρανιά, pitchfork, Δικρανιά για, δικράνι
  • выплакать στα ελληνικά - καταπραΰνω, ανακουφίζω, κλαίνε, κλαίω, κλαις, κλάψουν, κλαίτε
  • гласить στα ελληνικά - διαβάζω, τρέχω, μιλώ, λέω, κρένω, ομιλία, ανάγνωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Растяжка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τέντωμα, προέκταση, έκταση, επέκταση, στηρίζων, προετοιμάζονται, αντιστήριξη, κηδεμόνα, διαγώνιες