Λέξη: παράλληλος

Σχετικές λέξεις: παράλληλος

41ος παράλληλος, παράλληλος συντονισμός, παράλληλος συνώνυμα, παράλληλος λεξικο, 38ος παράλληλος, παράλληλος προγραμματισμός, παράλληλος εγκέφαλος, παράλληλος ισημερινός, παράλληλος θεσσαλονίκη, παράλληλος θηλασμός

Συνώνυμα: παράλληλος

βοηθητικός, έμμεσος, συμπληρωματικός

Μεταφράσεις: παράλληλος

παράλληλος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
parallel, collateral, parallel to, a parallel

παράλληλος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
paralelo, paralela, paralelamente, en paralelo, paralelos

παράλληλος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nebenläufig, parallel, parallele, parallelen, paralleler

παράλληλος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
similaire, semblable, parallèlement, parallèle, analogue, pareil, affin, correspondant, analogique, ressemblant, parallèles, en parallèle

παράλληλος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
parallelo, parallela, analogo, parallelamente, paralleli, in parallelo

παράλληλος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
paraguai, paralela, paralelo, paralelamente, paralelos, paralelas

παράλληλος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
evenwijdig, parallel, parallelle, evenwijdige

παράλληλος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аналогия, параллельный, соответствие, параллель, параллельно, параллельны, параллельного, параллельна

παράλληλος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
parallell, parallelle, parallelt, parallelt med

παράλληλος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
parallell, parallella, parallellt, samtidigt

παράλληλος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rinnastus, yhdensuuntainen, vastine, rinnakkainen, rinnakkain, rinnan, rinnakkaista

παράλληλος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
parallel, parallelt, parallelle, sideløbende, samtidig

παράλληλος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rovnoběžný, odpovídající, stejný, shodný, obdobný, souběžný, obdoba, analogický, podobný, paralelní, paralelně, rovnoběžné, rovnoběžně, rovnoběžná

παράλληλος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odpowiednik, równoleżnik, paralelny, porównanie, podobny, paralela, równoległy, równolegle, równoległe, równoległa

παράλληλος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
párhuzamos, párhuzamosan, a párhuzamos, párhuzamosak, Ezzel párhuzamosan

παράλληλος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koşut, paralel, paralel bir, paralel olarak, paraleldir

παράλληλος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
паралельний, паралель, паралельно

παράλληλος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
paralele, paralel, paralelisht, paralel i, paralele e

παράλληλος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
паралелен, паралел, успореден, паралелно, успоредно

παράλληλος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паралельна, раўналежна

παράλληλος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rööpne, paralleelne, paralleelselt, paralleelse, paralleelsed, paralleelsete

παράλληλος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
paralelni, paralelan, usporedan, usporednik, paralelno, paralelna, paralelne

παράλληλος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hliðstæða, hliðstæður, samsíða, samhliða, hliðstæð

παράλληλος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lygiagretus, lygiagrečiai, lygiagreti, lygiagrečios, paralelinis

παράλληλος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
paralēls, paralēle, paralēli, paralēla, paralēlā, paralēlas

παράλληλος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
паралелно, паралелна, паралелен, паралелни, паралела

παράλληλος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
paralel, paralelă, paralele, în paralel, paralela

παράλληλος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
paralelní, vzporedno, vzporedni, vzporeden, vzporedna, vzporedne

παράλληλος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
paralelní, paralelné, paralelný, paralelnej, súbežné, paralelná
Τυχαίες λέξεις