Расходиться στα ελληνικά
Μετάφραση: расходиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχίζω, ξεκίνημα, διασκορπίζω, αναστέλλω, σπάζω, απολύω, ξεκινώ, αρχή, αποκλίνω, διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, αποκλίνουν, αποκλίνει, διαφέρουν, να αποκλίνουν, να αποκλίνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- восторженно στα ελληνικά - φρενίτιδας
- горячечный στα ελληνικά - πολυάσχολος, πυρετώδης, έξαλλος, παραληρεί, συγχυτικοδιεγερτική κατάσταση, παραληρηματική, σε συγχυτικοδιεγερτική κατάσταση
- династия στα ελληνικά - δυναστεία, δυναστείας, δυναστείας των, δυναστεία των, της δυναστείας
- древневавилонский στα ελληνικά - Χαλδαίων, των Χαλδαίων, Χαλδαίου, Χαλδαίος, Chaldean
Τυχαίες λέξεις
Расходиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχίζω, ξεκίνημα, διασκορπίζω, αναστέλλω, σπάζω, απολύω, ξεκινώ, αρχή, αποκλίνω, διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, αποκλίνουν, αποκλίνει, διαφέρουν, να αποκλίνουν, να αποκλίνει
Μεταφράσεις: αρχίζω, ξεκίνημα, διασκορπίζω, αναστέλλω, σπάζω, απολύω, ξεκινώ, αρχή, αποκλίνω, διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, αποκλίνουν, αποκλίνει, διαφέρουν, να αποκλίνουν, να αποκλίνει