Λέξη: τσαπατσούλης

Σχετικές λέξεις: τσαπατσούλης

τσαπατσούλης συνώνυμο, τσαπατσούλης τραγούδι, τσαπατσούλης στα αγγλικα, κύριος τσαπατσούλης, νικόλασ τσαπατσούλησ

Συνώνυμα: τσαπατσούλης

ακατάστατος, ακάθαρτος, λασπώδης

Μεταφράσεις: τσαπατσούλης

τσαπατσούλης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sloppy

τσαπατσούλης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
descuidado, descuidada, descuidados, chapucera, descuidadas

τσαπατσούλης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlampig, flink, nachlässig, schlampige, schlampigen, sloppy

τσαπατσούλης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sale, boueux, malpropre, salaud, immonde, flasque, larmoyant, débraillé, négligé, bâclée, bâclé, sloppy

τσαπατσούλης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sciatto, sciatta, sloppy, scrupoloso, approssimativo

τσαπατσούλης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desleixado, sloppy, desleixada, superficial, malfeita

τσαπατσούλης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slordig, slordige, onzorgvuldig, onzorgvuldige, sloppy

τσαπατσούλης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сентиментальный, нестабильный, залитый, жидкий, мокрый, неряшливый, забрызганный, небрежный, замызганный, небрежен, неряшливо, коряво, неаккуратно

τσαπατσούλης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slurvete, slurvet, treg, våt, sjuskete

τσαπατσούλης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slarvig, slarviga, slarvigt, något tung, tung

τσαπατσούλης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siivoton, lokainen, vetelä, kehno, hutiloitu, huolimaton, tökeröä, Löyhän, sloppy, huolimatonta

τσαπατσούλης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sjusket, sjuskede, sløset, sloppy

τσαπατσούλης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
špinavý, nedbalý, nedbale, sentimentální, lajdácký, ledabylý

τσαπατσούλης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niechlujny, rzewny, niedokładny, rozlazły, zaniedbany, ckliwy, sloppy

τσαπατσούλης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lottyadt, szentimentális, nyálas, csatakos, lucskos, hanyag, felületes, sloppy, hanyagul

τσαπατσούλης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yarım yamalak, özensiz, sloppy, özensiz bir, baştan savma

τσαπατσούλης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мокрий, заляпаний, верткий, залитий, забруднений, недбалий, недбало

τσαπατσούλης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i lëngshëm, lëngshëm, spërkatur, lerosur, i spërkatur

τσαπατσούλης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
небрежен, помия, немарливи, немарлив, немарливо

τσαπατσούλης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нядбайны, няўважлівы

τσαπατσούλης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mudane, lääge, räpakas, sentimentaalne, lohakas, lohakad, lohakalt

τσαπατσούλης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prljav, nemaran, mokar, neuredan, kaljav, traljav

τσαπατσούλης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sloppy, hroðvirknisleg

τσαπατσούλης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aplaistytas, per daug jausmingas, prastas, aptaškytas, nerūpestingai atliktas

τσαπατσούλης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dubļains, purvains, apliets, pavirši, slapjš, paviršs

τσαπατσούλης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
невешт, Кален, невнимателно, несовесен, невнимателната

τσαπατσούλης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
noroios, desfundat, neglijent, neglijentă, sloppy, de neglijent

τσαπατσούλης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
površni, površen, površno, nemarni, površna

τσαπατσούλης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nedbalý, nedbanlivý, nepozorný, neopatrný
Τυχαίες λέξεις