Расцарапать στα ελληνικά
Μετάφραση: расцарапать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξύνω, αμυχή, γρατσουνιά, γρατσουνίζω, γδαρμένο, γρατσουνιστεί, γρατσουνιές, γρατζουνιστεί, γρατσουνισμένος
Μεταφράσεις
- барабанщик στα ελληνικά - τυμπανιστής, ντράμερ, drummer, τυμπανιστή, τον ντράμερ
- бутерброд στα ελληνικά - σάντουιτς, sandwich, τύπου σάντουιτς, σάντουιτς με, επαλληλίας
- глянцевитый στα ελληνικά - γυαλιστερός, άψογος, στιλπνός, γλοιώδης, καλοφτιαγμένος, γυαλιστερό, γυαλιστερή, ...
- декадент στα ελληνικά - παρηκμασμένος, παρακμιακή, παρακμιακό, παρηκμασμένη, παρακμιακά
Τυχαίες λέξεις
Расцарапать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξύνω, αμυχή, γρατσουνιά, γρατσουνίζω, γδαρμένο, γρατσουνιστεί, γρατσουνιές, γρατζουνιστεί, γρατσουνισμένος
Μεταφράσεις: ξύνω, αμυχή, γρατσουνιά, γρατσουνίζω, γδαρμένο, γρατσουνιστεί, γρατσουνιές, γρατζουνιστεί, γρατσουνισμένος