Λέξη: έγγραφο
Σχετικές λέξεις: έγγραφο
έγγραφο βέβαιης χρονολογίας, έγγραφο της δ/νσης τεχνικής υποστήριξης οχημάτων, έγγραφο προδιαγραφών απαιτήσεων από το λογισμικό, έγγραφο ένστασης, έγγραφο μη τιμολογηθέντων αποθεμάτων, έγγραφο μ2, έγγραφο υπεύθυνης δήλωσης, έγγραφο εθνικότητας, έγγραφο καταγγελίας σύμβασης εργασίας, έγγραφο βεβαίας χρονολογίας
Συνώνυμα: έγγραφο
πράξη, έργο, συμφωνητικό, άθλος, κατόρθωμα, χαρτί, βίβλος, εφημερίδα, χάρτης, ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, γραφή, γράψιμο, συγγραφή, σύνθεση, αναγραφή, ντοκουμέντο
Μεταφράσεις: έγγραφο
έγγραφο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
document, paper, letter, a document, document is
έγγραφο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
documento, acta, cédula, escritura, documento de, el documento, documentos, de documentos
έγγραφο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
akte, schriftstück, schrift, unterlage, beleg, dokument, urkunde, dokumentieren, Dokument, Dokuments, Dokumenten
έγγραφο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
documentons, papier, charte, document, documentez, acte, documenter, documentent, diplôme, le document, documents, document de, de documents
έγγραφο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
atto, documento, documentare, documento di, documenti, del documento
έγγραφο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
original, documentos, médico, doutor, documento, documento de, de documentos
έγγραφο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
document, stuk, schriftuur, bedrijf, akte, papier, bescheid, documenten, document te
έγγραφο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
документ, документировать, документе, документа, документом
έγγραφο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dokument, dokumentere, dokumentet, dokumenter
έγγραφο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dokument, handling, akt, urkund, dokumentet
έγγραφο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asiapaperi, dokumentti, asiakirja, asiakirjan, asiakirjassa, asiakirjaa
έγγραφο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dokument, dokumentet, dokumenter, dokument er
έγγραφο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dokument, dokumentovat, doložit, listina, doklad, list, průkaz, dokumentu, dokumentů, dokumentem
έγγραφο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opisywać, dokumentować, dokument, dokumentu, dokumentów, dokumencie, dokumentem
έγγραφο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dokumentum, dokumentumot, dokumentumban, a dokumentum, okmány
έγγραφο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
belge, doküman, belgenin, dokümanı
έγγραφο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
документ, документа
έγγραφο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dokument, akt, dokumenti, dokument i, dokumentin, dokumenti i
έγγραφο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
документ, документи, документа, документ за
έγγραφο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дакумент, дакумэнт
έγγραφο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
dokument, talletama, dokumenteerima, dokumendi, dokumendis, dokumendiga, dokumenti
έγγραφο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potvrda, ispravu, dokument, isprava, spis, dokumenta, dokumenata, dokumentu
έγγραφο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skjal, skjalið, skjali, skjali er, skjal sem
έγγραφο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
tabellae
έγγραφο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dokumentas, dokumentą, dokumente, dokumento, dokumentu
έγγραφο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dokuments, dokumentu, dokumenta, dokumentā
έγγραφο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
документ, документот, документи, документ за, Документа
έγγραφο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
document, documentul, documentului, documente, document de
έγγραφο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
listina, list, dokument, doklad, dokumenta, dokumentu
έγγραφο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
listina, list, doklad, dokument, preukaz, dokumentu, dokumente