Расшаркиваться στα ελληνικά

Μετάφραση: расшаркиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόμπος, τόξο, φιόγκος, πλώρη, υποκύψει, υποκύψουν, φιόγκο
Расшаркиваться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аспирантский στα ελληνικά - μεταπτυχιακός, μεταπτυχιακές, μεταπτυχιακών, μεταπτυχιακό, μεταπτυχιακά
  • афина στα ελληνικά - Αθήνα, athena, Αθηνά, Αθηνάς, της Αθηνάς
  • бездефектный στα ελληνικά - άψογος, άψογη, άψογο, την άψογη, άψογα
  • грядущий στα ελληνικά - μελλοντικός, αγέννητος, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
Τυχαίες λέξεις
Расшаркиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόμπος, τόξο, φιόγκος, πλώρη, υποκύψει, υποκύψουν, φιόγκο